-
1 συμπληρόω
II fill up or completely, ἑξήκοντα ναῦς man them fully, Th.6.50, cf. Hell.Oxy.14.1;σ. τὸ περιηγηθέν Pl.Lg. 770b
; τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ., Arist.Mete. 340a18, PA 694b1, cf. Pl.Smp. 202e, IG22.1668.71;τοὺς πόρους Thphr.Od.45
, Diocl.Fr.147;ἔρανον Plu.2.694b
:—[voice] Med.,σ. τὰ διαστήματα Pl.Ti. 35c
, cf. 36b;τριήρεις Hell.Oxy.2.4
:—[voice] Pass.,τὸ δὲ [τῆς σύριγγος] πάλιν ξυμπληρωθείη Hp. Fist.4
;πάντα συμπεπλήρωται σαρξίν Pl.Ti. 75a
;εὐδαιμονίᾳ Phld.D.1.2
;σ. ἔκ τινων Ti.Locr.105a
, D.S.1.2;ὑπό τινων Archim.Eratosth.3
.b Medic., cause congestion of,τὰ ὑποθυμιάματα σ. τὴν κεφαλήν Sor.1.72
:—[voice] Pass., suffer from congestion of the brain, IG42(1).126.28 (Epid., ii A.D.), Gal.15.902.2 complete, ;ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο Plot.1.8.3
, cf. 2.6.1; τὰ συμπληροῦντα τὴν ἀρίστην μαῖαν the qualities which make up the complete good midwife, Sor.1.4, cf. Gal.6.166, UP1.9:—[voice] Pass., [δένδρα] συμπεπληρωμένα πᾶσι τοῖς οἰκείοις μορίοις, opp. ἀρχόμενα φύεσθαι, Id.16.492, cf. 526,685, Ath.15.671a.3 fulfil, attain,τὸ τῆς φύσεως τέλος Polystr.Herc.346p.86V.
:—[voice] Med.,τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθόν Epicur.Ep.3p.62U.
:—[voice] Pass., Polystr.p.31W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπληρόω
См. также в других словарях:
συμπληρώνω — συμπληρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι τού λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῡτο», Πλωτίν. γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῑς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.) 2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον» … Dictionary of Greek